πυελόμετρο

πυελόμετρο
το, Ν
όργανο με το οποίο γίνεται η πυελομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyelometre (< πύελος + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυελόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση των εξωτερικών διαστάσεων της λεκάνης της γυναίκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυελομέτρηση — η η μέτρηση με πυελόμετρο των εξωτερικών διαστάσεων της λεκάνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”